Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Σωκράτης - Η Καταδικαστική Απόφαση και η Δίκη


Ο Σωκράτης ήταν ευρέως γνωστός στην εποχή του σε όλα τα μήκη και πλάτη του ελλαδικού χώρου. Αυτός ο σπουδαίος φιλόσοφος όμως όπως ήταν αναμενόμενο είχε και πολλούς εχθρούς που ενοχλούνταν από τη χαρισματική του προσωπικότητα, την ενασχόλησή του με τους εκπροσώπους της μισαλλοδοξίας, της κακεντρέχειας, της αρχομανίας, της στενομυαλιάς και της ηθικολογικής κατά τα άλλα ασυδοσίας. 

Στάθηκε μεγάλος πολέμιος ειδικά των αρχόντων και των σοφιστών και φαίνεται χαρακτηριστικά πως ο Σωκράτης ήξερε πολύ καλά που άρχιζε η πνευματική ελευθερία του ανθρώπινου νου σπάζοντας τους φραγμούς του παρωπιδισμού, και που υπήρχε η διαχωριστική γραμμή της ασυδοσίας αυτής και της κακής χρήσης της ελευθερίας. Μάθαινε τους ανθρώπους να σκέφτονται, καθώς προσπαθούσε να αφυπνίσει τις συνειδήσεις ώστε να μπορούν να ξεχωρίζουν ποτέ πρέπει να είναι πνευματικά ελεύθεροι και σκεπτόμενοι άνθρωποι ώστε να κατανοούν την πραγματικότητα, και πότε πρέπει να καταλαβαίνουν και να αντιστέκονται στην προσπάθεια διάβρωσης και κακών ιδεών στο όνομα της δήθεν ελευθερίας του λόγου. Αυτό θεωρήθηκε και το πιο απειλητικό. 

Αυτή, λοιπόν, η ειλικρίνεια και η ειρωνεία του στα κακώς κείμενα της τότε κοινωνίας ενοχλούσαν πάρα πολλούς από αυτούς, και κάποιοι βάλθηκαν να τον εξοντώσουν. 

Έτσι, βρέθηκαν το 399 π.Χ. οι δημόσιοι κατήγοροί του, ένας άγνωστος τραγικός ποιητής ο Μέλυτος, ένας πλούσιος βυρσοδέψης με μεγάλη πολιτική επιρροή στην Αθήνα ο Άνυτος, κι ένας ρήτορας ο Λύκων. Ο Μέλητος εμφανίστηκε σαν κυρίως κατήγορος, αλλά υποκινητής ήταν ο Άνυτος, ο οποίος δεν ήταν αμέμπτου ηθικής και μάλλον είχε λόγο να αντιπαθεί το Σωκράτη αφού κάποια στιγμή τον είχε κατακρίνει ανοιχτά και αυστηρά επειδή εξανάγκασε τον γιο του να ακολουθήσει το επάγγελμα του και δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Κατά τον Αριστοτέλη και το Διόδωρο κάποτε θα καταδικαζόταν σε θάνατο, αλλά δωροδόκησε τους δικαστές. 

Η κατηγορία εναντίον του Σωκράτη ήταν ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης, εισάγει καινούριους θεούς ή δαίμονες (καινά δαιμόνια), πλανά και διαφθείρει τους νέους. Βέβαια, οι κατηγορίες βασίστηκαν περισσότερο στο φόβο της επιρροής που εξασκούσε ο Σωκράτης ειδικά στο νέο και προοδευτικό αίμα του τόπου, παρά στο ότι υπήρχε αμφιβολία της ηθικής του. 

Σημαντικό ρόλο έπαιξε η άμεση και καυστική του ειλικρίνεια, η αμεσότητα και η ευρύτητα της αποδοχής των λόγων του όχι μόνο στη νεολαία, αλλά και σε όλους όσους απεχθάνονταν τους δήθεν γνώστες και διδασκάλους, που το μόνο που ήθελαν είναι να επηρεάζουν, να κατευθύνουν συνειδήσεις, να ελέγχουν και να χειροκροτούνται. Είχε επίσης ενοχλήσει το γεγονός πως ο Σωκράτης δεν ξεχώριζε τους μαθητές του και μέσα σε αυτούς ήταν και παιδιά ολιγαρχικών. Αν και η προσφορά της διδαχής του στους ολιγαρχικούς είχε θεωρηθεί ύποπτη, θα πρέπει να σκεφτούμε πως εκτός από το γεγονός πως ο Σωκράτης δεν αρνιόταν τη γνώση σε κανέναν που την αναζητούσε, τα παιδιά των πλουσίων είχαν πιο άνετη πρόσβαση στη γνώση και περισσότερο χρόνο να την απολαύσουν από τα παιδιά των φτωχών.

Καίριο ρόλο στην έχθρα εναντίον του έπαιξε και ο Αριστοφάνης, ο οποίος έκανε ότι μπορούσε για να τον παρουσιάσει ως γελοίο, γραφικό και έκφυλο, αλλά παρόλα αυτά επικίνδυνο και τρελό, παρασύροντας πολλούς σε αυτή τη νοοτροπία που σαφώς επηρέασε και τη δικαστική απόφαση. 

Εκτός αυτού, οι κατηγορίες ήρθαν και σε μια εποχή που ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια και οι Αθηναίοι ήταν πιο ευαίσθητοι από ποτέ σε ζητήματα της πόλης τους και της θρησκείας τους νιώθοντας την ανάγκη να κρατήσουν την κοινωνική και θρησκευτική συνοχή τους στα πάντα περισσότερο από ποτέ, χωρίς καμία παραφωνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί γι' αυτούς απειλή της υπάρχουσας δομής. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα. 

Ο Σωκράτης καταδικάσθηκε με θρησκευτικές κατηγορίες κι όχι με πολιτικές και αυτό δείχνει περίτρανα ότι στην αρχαιότητα μπορούσε κανείς να πεθάνει για θρησκευτικά αδικήματα ή προσθήκη νέων θεοτήτων, διάφορων της πόλης - κράτους άσχετα αν πίσω από την καταδίκη του υπήρχαν κι άλλες σκοπιμότητες. 

Ο Σωκράτης επομένως οδηγήθηκε σε δίκη βάση του νόμου (ψήφισμα) του Διοπείθη που θεωρείται ως αδίκημα η αθεΐα. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα ότι όποιος δεν πίστευε στους θεούς της αρχαίας πόλης μπορούσε να κατηγορηθεί για άθεος ακόμη και αν πίστευε σε άλλους θεούς (δηλαδή δεν ήταν εντελώς άθεος).

Συνεπώς, δεν ήταν άδικη η κρίση των δικαστών της Ηλιαίας ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στην πατροπαράδοτη θεολογία του Δωδεκαθέου, έτσι όπως είχε διαπλαστεί από τους ποιητές και ιδίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο θεός του Σωκράτη "το δαιμόνιό του" είχε δική του πνευματική διάσταση. Με αυτήν την έννοια όντως εισήγαγε νέα θεολογία, την οποία εξέφραζε επιθετικά στο Λύκειο, στην Αγορά, στα συμπόσια και τους δρόμους της Αθήνας, κάνοντας ανοιχτή προπαγάνδα ενάντια στην πατροπαράδοτη λατρεία του Δωδεκαθέου. Επίσης, η κατηγορία πως καθιστούσε τους νέους ικανούς να προβληματίζονται και να αναζητούν λύσεις, έξω από το συντηρητικό φρόνημα των πατέρων τους δεν ήταν ούτε αβάσιμη και συνακόλουθα άδικη, διότι όντως ο Σωκράτους προσπαθούσε να μάθει στους νέους να σκέφτονται.

Και με τις δύο καινοτομίες του ο Σωκράτης ανήγαγε την φιλοσοφία σε κέντρο αντίδρασης εναντίον του θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου της αθηναϊκής πολιτείας. Και φυσικό είναι πως αυτό το κατεστημένο αμύνθηκε αντεπιτιθέμενο.

Η Δίκη

Ο Μέλητος έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να πάει με ένα ή δυο μάρτυρες και να γνωστοποιήσει στο Σωκράτη τις κατηγορίες ώστε να εμφανιστεί στον άρχοντα βασιλέα και τη βασίλειον στοά στο ΒΔ τμήμα της αγοράς, ώστε να του αποδοθούν και επίσημα. Σύμφωνα με τους Πλατωνικούς διαλόγους "Θεαίτητον" και "Ευθύφρων", ο Σωκράτης προκειμένου να μην καθυστερήσει, διέκοψε μια συνομιλία που είχε με τον Θεόδωρο τον Μεγαρέα τον γεωμέτρη και τον μαθητή του Θεαίτητο και φτάνοντας εκεί έπιασε κουβέντα με τον Ευθύφρονα που περίμενε εκεί για μια δική του υπόθεση. 

Στη δίκη του Σωκράτη κληρώθηκαν και παρέστησαν 500 δικαστές. Η στάση του Σωκράτη ήταν περήφανη και γαλήνια και η απολογία του ένα πραγματικό μάθημα για όλους. Ο Άνυτος επέμενε στην θανατική ποινή υποστηρίζοντας μάλιστα πως ή δεν έπρεπε να γίνει αυτή η δίκη καθόλου ή ο Σωκράτης έπρεπε να καταδικαστεί σε θάνατο. Μεγάλη η αδημονία του να τον ξεφορτωθεί. 

Η Απολογία του Σωκράτη

Η Απολογία του Σωκράτη χωρίζεται σε τρία μέρη στα οποία και θα επεκταθούμε με μια συνοπτική ανάλυση στο καθένα από αυτά ώστε σε γενικές γραμμές να γίνει κατανοητή η περιβόητη αυτή Απολογία. 

Στο πρώτο και κυριότερο μέρος της ο Σωκράτης αρχίζει αρνούμενος ότι είναι δεινός ρήτορας όπως οι κατήγοροι τον χαρακτηρίζουν με το επιχείρημα του Άνυτου πως θα μπορούσε να τους πλανέψει. Δηλώνει πως θα μιλήσει όπως ακριβώς αισθάνεται καλώντας όλους όσους είναι μέσα στο ακροατήριο να πουν εάν ισχύουν όσα αρνητικά λέγονται γι αυτόν. Αναλύει το πραγματικό νόημα της σοφίας και κατά πόσο είναι σοφός ή όχι σαν άνθρωπος, συνεχίζοντας με λεπτομέρεια για όσα λέγονται εις βάρος του. Ακολουθεί ένας διάλογος με τον Μέλητο όπου τον προκαλεί να αποδείξει με ποιον τρόπο διαφθείρει τους νέους. 

Εδώ ο Σωκράτης καταθέτει παραδείγματα του ήθους του κατά τη διάρκεια της ζωής του αναφέροντας και ονομαστικά παρευρισκόμενους στο ακροατήριο που τον γνωρίζουν και που είναι εκεί για μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας καταλήγοντας πως δεν φοβάται τον θάνατο και δεν θα παρακαλέσει κάνοντας εν τέλει αυτό που νιώθει σωστό. Στην πρώτη ψηφοφορία των δικαστών τον κρίνουν ένοχο με περίπου 280 υπέρ της ενοχής του και 220 κατά αυτής. 

Το δεύτερο μέρος της Απολογίας είναι μετά την ανακοίνωση της ψηφοφορίας και όταν τον ρωτούν οι δικαστές τι ποινή θέλει να του επιβληθεί. Ο Σωκράτης δεν αγανακτεί για την απόφαση και μάλιστα απορεί που καταδικάστηκε με τόσο μικρή διαφορά. Μάλιστα, κάποια στιγμή εξοργίζει το δικαστήριο λέγοντας πως πρέπει ως ποινή να του επιβληθεί δια βίου και δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο όπως γίνεται στους ευεργέτες της πόλης. Εναλλακτικά αντιπροτείνει ένα πρόστιμο 30 μνων με εγγυητές τον Κρίτωνα, Απολλόδωρο και Κριτόβουλο. Ότι λέει δεν το λέει από αλαζονεία αλλά γιατί πραγματικά είναι εντάξει με τον εαυτό του και νιώθει πως ποτέ στη ζωή του δεν έβλαψε κανέναν, αντίθετα έκανε μόνο καλό. Ίσως επειδή διαισθανόταν την επικείμενη απόφαση και ήθελε να προκαλέσει λίγο όλη αυτή τη κωμωδία εναντίον του. 

Μετά και το δεύτερο σκέλος ακολουθεί και η επόμενη ψηφοφορία όπου τον καταδικάζει σε θάνατο και μάλιστα με περισσότερες ψήφους. Εκεί ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος. Απορεί γιατί βιάζονται να σκοτώσουν έναν 70χρονο που βρίσκεται ήδη στη δύση της ζωής του. Δεν μετανιώνει για ότι είπε και έκανε και δεν θα προσπαθήσει να αποφύγει την καταδίκη. 

Μάλιστα, λέει χαρακτηριστικά: "Θέλω όμως σε εσάς που με καταψηφίσατε να δώσω και ένα χρησμό για το μέλλον: Γιατί ήδη βρίσκομαι στο σημείο που οι άνθρωποι σαν πρόκειται να πεθάνουν - αποκτούν τη δυνατότητα να προλέγουν καλύτερα. Λέω, λοιπόν, σε όσους από εσάς, άνδρες με σκοτώσετε, ότι αμέσως μετά το θάνατο μου, θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα. Μα τον Δία, απ' όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντας με. Γιατί τώρα με την πράξη σας αυτή νομίζετε πως θα απαλλαγείτε από το να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Αλλά ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί όπως εγώ σας τα λέω. Γιατί θα αυξηθούν εκείνοι που σας ελέγχουν, τους οποίους εγώ μέχρι τώρα, χωρίς να το καταλαβαίνετε εμπόδιζα". 

Συνεχίζει διερωτώμενος τι υπάρχει στην άλλη ζωή και ευελπιστεί να συναντήσει πραγματικούς δικαστές στον Άδη και να συναντήσει τις μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας. Ο Σωκράτης δεν φοβάται το θάνατο. Αναρωτιέται πώς γίνεται κάποιος να φοβάται κάτι για το οποίο δεν έχει ιδέα; Του φαίνεται χαζό να φοβάται κάποιος το άγνωστο. Κατακρίνει τους κατηγόρους του που πίστεψαν πως θα μπορούσαν να τον βλάψουν με αυτό τον τρόπο, και αποχαιρετά όλους με τα συγκλονιστικά λόγια: "Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο μέρος είναι άγνωστο σε όλους μας εκτός από το Θεό…". 

Στη φυλακή έμεινε ένα μήνα περίπου λόγο της απουσίας του ιερού πλοίου της πόλης, της Πάραλου που βρισκόταν στην Πύλο για τις γιορτές του Απόλλωνα. Όσο απουσίαζε το ιερό πλοίο κανένας δεν μπορούσε να εκτελεστεί. Μάλιστα καθυστέρησε λόγο τρικυμίας. Ο Κρίτων που ήταν πιστός φίλος του Σωκράτη, τον επισκέφτηκε για να τον ειδοποιήσει πως το πλοίο φάνηκε στο Σούνιο, άρα πλησίαζε και η ώρα της εκτέλεσης της ποινής. Παρά την επιμονή τη δική του όπως και άλλων φίλων και μαθητών του να δραπετεύσει, εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά να το κάνει. Θα δεχόταν την ποινή του με ηρεμία και αξιοπρέπεια μένοντας πιστός στους κανόνες της πολιτείας και της απόφασης του δικαστηρίου, δείχνοντας έτσι πως εξακολουθεί να τιμά και να σέβεται τους νόμους. Εκτός από αυτό όμως η πράξη του να μην εμποδίσει το θάνατο του έκρυβε και βαθύτερο νόημα.

Δραπετεύοντας θα έπρεπε να ζήσει σαν φυγάς μακριά από τον τόπο του και αυτό δεν το ήθελε. Δεν τον ενδιέφερε να ζήσει όση ζωή του απέμεινε στα 70 του χρόνια στην εξορία, μακριά από τη ζωή και το περιβάλλον που γνώριζε και αγαπούσε, σαν ένας δραπέτης. Άλλωστε για τον Σωκράτη ο θάνατος που θα ερχόταν από το κώνειο, δεν ήταν παρά μια επιτάχυνση της χρονικής στιγμής του θανάτου που θα ερχόταν από γηρατειά έτσι και αλλιώς κάποια στιγμή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν το τέλος. Ο Σωκράτης δεν θέλησε να αποφύγει τον θάνατο διότι πίστευε ότι μετά τον θάνατο η ψυχή επιστρέφει στον θεό, από όπου είχε έλθει στην γη.

Εκτός από αυτό όμως, με την αυτοθυσία του δεν ήθελε παρά να αποδείξει στους υπόλοιπους την μεγάλη αλήθεια που γι' αυτόν ήταν αυτονόητη: Πως με τον αδιαμαρτύρητο θάνατο του και υποφέροντας αγόγγυστα την αδικία της εκτέλεσης του αποδείκνυε αυτόματα πως έμενε πιστός στις πεποιθήσεις και τις αρχές που σε όλους δίδασκε μια ζωή, πλήττοντας έτσι τη μισαλλοδοξία και τη δεισιδαιμονία. 

Στους πλατωνικούς διαλόγους "Κρίτων" και "Φαίδωνα" καταγράφεται και αυτή η συνομιλία με τον Κριτία, αλλά και η φοβερή στιγμή του θανάτου του. Οι φίλοι του και μαθητές του τον επισκέφθηκαν στο κελί του για να του κάνουν συντροφιά και να του δώσουν θάρρος, αν και μάλλον ο Σωκράτης έδινε θάρρος σε αυτούς, μιας και πίστευε ότι κανένας αληθινός φιλόσοφος δεν έχει φόβο θανάτου. Κατά το τέλος της ημέρας ο φρουρός φέρνει το κώνειο που πίνει χωρίς ίχνος ταραχής και αγωνίας. Η δραματική διήγηση κορυφώνεται με τον Σωκράτη να νιώθει στα πόδια τούτο μούδιασμα του θανάτου και όταν πλησιάζει η ώρα να ξεψυχήσει λέει και τα τελευταία λόγια στον Κριτία, να θυσιάσει στον Ασκληπιό για λογαριασμό του ένα κόκκορα. Το τραγικό του τέλος έρχεται με τη λεπτομερειακή εξιστόρηση ακόμα και των συσπάσεων του προσώπου του καθώς χάνει το χρώμα του και πεθαίνει. 

Έτσι τελειώνει η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και μια σελίδα ντροπής για την ιστορία μας και το θεσμό της Δημοκρατίας… 

Η Δίκη επαναλαμβάνεται 2.500 χρόνια αργότερα...

Το Μάιο του 2012 διακεκριμένοι ανώτατοι δικαστές και νομικοί από την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. συγκεντρώθηκαν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για να επαναλάβουν την ιστορική δίκη του Σωκράτη. Βασισμένη σε ιστορικές και σύγχρονες πηγές και μελέτες αλλά συγχρόνως προσαρμοσμένη στο κλίμα των σημερινών δημοσίων συζητήσεων, η εκδήλωση διερεύνησε τα ευρεία πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα που διέπουν τις κατηγορίες κατά του Σωκράτη και κυρίως έδωσε το έναυσμα για αναστοχασμό σημαντικών σημερινών ζητημάτων. Οι δικαστές, αλλά και το κοινό κλήθηκαν να απαντήσουν αν ο Σωκράτης ήταν τελικά αθώος ή ένοχος. 

Όπως και στην «πρωτότυπη» έτσι και στη σύγχρονη δίκη ο Σωκράτης δίχασε και προκάλεσε το δικαστικό σώμα, με την κατηγορούσα αρχή να εξαπολύει επιθέσεις ενάντια στις προθέσεις του φιλόσοφου, ο οποίος σύμφωνα με αυτή, μόνο στόχο είχε να κάνει τους νέους ανυπάκουους και ασεβείς. 

Τελικά, στην ετυμηγορία συμμετείχαν και οι ένορκοι - θεατές με 185 από αυτούς να τον αθωώνουν, ενώ 29 να τον καταδικάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: